- συνθροος
- σύνθροοςσύν-θροος2звучащий вместе, вторящий
(κιθάρᾳ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κιθάρᾳ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σύνθροος — sounding together masc/fem nom sg σύνθρους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθροον — σύνθροος sounding together masc/fem acc sg σύνθροος sounding together neut nom/voc/acc sg σύνθρους masc/fem acc sg σύνθρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθρους — ουν και σύνθροος, ον, Α αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρους / θροος (< θροῦς «θόρυβος, μουρμούρισμα»), πρβλ. ἀλλό θρους, κακόθρους] … Dictionary of Greek